- γλυκολάλημα
- τό1) нежная, ласковая речь; нежное пение; 2) щебетание (птиц); 3) сладкозвучность (муз. инструмента)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκολάλημα — το το ευχάριστο λάλημα, το γλυκοκελάηδημα: Με ηρεμεί το γλυκολάλημα του αηδονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκολάλημα — το και γλυκολαλιά, η 1. γλυκιά ευχάριστη ομιλία 2. (για πουλιά) γλυκοκελάδημα … Dictionary of Greek
γλυκολαλιά — η το γλυκολάλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)